ωνησαμην

ωνησαμην
    ὠνησάμην
    aor. med. к ὠνέομαι См. ωνεομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ωνησαμην" в других словарях:

  • ὠνησάμην — ὀνέομαι D Mort. aor ind mp 1st sg ὀνίνημι D Mort. aor ind mid 1st sg ὠνέομαι buy aor ind mp 1st sg ὠνέομαι buy aor ind mid 1st sg (homeric ionic) ὠνέομαι buy aor ind mp 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»